καταρ(ρ)υθμίζω

καταρ(ρ)υθμίζω
καταρ(ρ)υθμίζω (Α)
1. δίνω σε κάτι ρυθμό και συμμετρία
2. κατευθύνω κάποιον σε κάτι («καταρρυθμίζειν τινὰ ἐς τὴν τοῡ δικαίου δόξαν», Φιλόστρ.)
3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατερρυθμισμένος, -η, -ον
ρυθμικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”